- μύρωμα
- το η επάλειψη του μωρού που βαφτίζεται με μύρο ή γενικά των χριστιανών σε μεγάλες γιορτές (Μ. Τετάρτη κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μύρωμα — ointment spread for use neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
μυρώμασι — μύρωμα ointment spread for use neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρώμασιν — μύρωμα ointment spread for use neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρώματα — μύρωμα ointment spread for use neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρωσις — μύρωσις, ἡ (Α) [μυρώ] η επάλειψη με μύρο, το μύρωμα … Dictionary of Greek